πνοομηχανική

πνοομηχανική
η, Ν
βλ. πνεομηχανική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πνεομηχανική — και πνοομηχανική, η, Ν (ιατρ. φυσιολ.) παλαιός ιατρικός όρος που δήλωνε τη μελέτη τών καθαρώς μηχανικών φαινομένων τής αναπνοής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”